- разобрать
- разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -оρ.σ.μ.1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•
-ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.
|| αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•
разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.
4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.
|| χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•
печку χαλνώ τη θερμάστρα.
5. αναλύω, κάνω ανάλυση•разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•
разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).
6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•
разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.
7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).разобраться1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.3. (στρατ.) συντάσσομαι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.